Βαβυλωνίας

Βαβυλωνίας
Βαβυλωνίᾱς , Βαβυλώνιος
Babylon
fem acc pl
Βαβυλωνίᾱς , Βαβυλώνιος
Babylon
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… …   Dictionary of Greek

  • Τερηδών — Αρχαιότατη πόλη της Βαβυλωνίας, στη δυτική παραλία του Περσικού κόλπου, στις εκβολές του Ευφράτη. Ιδρύθηκε από τον Ναβουχοδονόσορα και ήταν μια από τις ανθηρότερες πόλεις της Βαβυλωνίας. Ο Αρριανός την ονομάζει Διρίδωτι. Σε αυτήν προσορμίστηκε ο… …   Dictionary of Greek

  • SYRIA — provincia maxima Asiae, inter Ciliciam et mare Syrium ad occasum et Mesopotamiam ad ortum, Euphrate fluv. hanc disterminante, illam monte Amanô: cui Armenia minor incumbit ad Arctos, ad meridiem vero Arabia deserta, et Palaestina; (quae apud Ptol …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βαβυλώνιος — α, ο (AM βαβυλώνιος, ία, ιον) 1. ο βαβυλωνιακός 2. ως ουσ. ο κάτοικος της Βαβυλώνας ή της Βαβυλωνίας 3. φρ. α) «βαβυλώνιος αἰχμαλωσία» η περίοδος κατά την οποία οι Ισραηλίτες έμειναν εξόριστοι στη Βαβυλώνα (606 538 π.Χ.) β) «βαβυλώνια αἰχμαλωσία… …   Dictionary of Greek

  • γενιά — Το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο πιγούνι των ανδρών. Δεν είναι εξακριβωμένη η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος άρχισε να ξυρίζεται, αλλά τα αιγυπτιακά μνημεία των πρώτων δυναστειών που απεικονίζουν πρόσωπα τελείως ξυρισμένα… …   Dictionary of Greek

  • θεοκρατία — Μορφή διακυβέρνησης στην οποία η πολιτική εξουσία είναι υποταγμένη στη θρησκευτική εξουσία ή στην εξουσία ενός προσώπου, κάστας ή οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι την κατέχει απευθείας από τον Θεό. Μια πρώτη μορφή θ., η πιο συχνή κατά την αρχαιότητα …   Dictionary of Greek

  • ιουδαϊσμός — Όρος που αποδίδεται στη θρησκεία και στους θεσμούς του εβραϊκού λαού από την εποχή της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Στη διάρκειά της αναπτύχθηκε μια νέα πνευματικότητα, που επικεντρώθηκε προπάντων στη λατρεία του λόγου του Θεού, ο οποίος περιέχεται… …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”